- ψελιώσας
- ψελιώσᾱς , ψελιόωtwineaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PSALIA — Graece ψάλια, apud Strabonem, l. 4. Τέλη δὲ οὔπως ὐπομένουσι βαρέα τȏυ τε ἐξαγομένων ἐις τὴν Κελτικὴν εντεῦθεν καὶ τȏυ ἐισαγομένων ενθένδε: τᾶτα δέ ἐςτιν ἐλεφάντινα ψάλια καὶ περιαυχενίαι καὶ λογγούρια, καὶ ὑαλᾶ σκεύη, καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος,… … Hofmann J. Lexicon universale